αλαφροφάνταχτος

αλαφροφάνταχτος
-η, -ο
1. ο αλαφροφαντασμένος*
2. ο αλαφρόστοιχος
3. (για κεντήματα) ο εντυπωσιακός μέσα στην απλότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο-* + φανταχτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”